- μούστωμα
- το [μουστώνω]1. ζάλη2. νάρκωμα, νάρκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μούστωμα — το, ατος ζάλη, νάρκη: Τον γρονθοκόπησε πάνω στο μούστωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)